- ἐμφυτευτικός
- ἐμφῠτ-ευτικός, ή, όν,A concerning ἐμφύτευσις or ἐμφυτεύματα, κανών, συγγραφή, ib.7.3.2;
δίκαιον PMasp.298.39
(vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίκαιον PMasp.298.39
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφυτευτικός — ή, ό (AM ἐμφυτευτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμφύτευση («εμφυτευτικό δίκαιο») νεοελλ. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για το έργο τής εμφυτεύσεως («εμφυτευτική μηχανή») … Dictionary of Greek
ἐμφυτευτικῶν — ἐμφυτευτικός concerning fem gen pl ἐμφυτευτικός concerning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικόν — ἐμφυτευτικός concerning masc acc sg ἐμφυτευτικός concerning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικήν — ἐμφυτευτικός concerning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυτευτικῷ — ἐμφυτευτικός concerning masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)